τζαμώνω

τζαμώνω
Ν [τζάμι]
τοποθετώ τζάμι σε πλαίσιο πόρτας, παραθύρου, φωτογραφίας ή ζωγραφικού πίνακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τζαμώνω — τοποθετώ τζάμια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζαμωτός — ή, ό, Ν [τζαμώνω] αυτός που έχει τζάμια ή είναι φραγμένος με τζάμια (α. «τζαμωτή πόρτα» β. «τζαμωτός θόλος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”